- παραχύται
- παραχύτηςone who pours inmasc nom/voc plπαραχύτᾱͅ , παραχύτηςone who pours inmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
БАНИ — • Balneum, balineum, βαλανει̃ον, называлось простое приспособление для купанья, a balineae или balneae баня, купальня в собственном смысле. I. Купальни у греков не в такой степени, как у римлян, были предметом роскоши и… … Реальный словарь классических древностей
παραχύτης — ὁ, Α [παραχέω] 1. αυτός που χύνει κάτι και ειδικά ο υπηρέτης βαλανείου, λουτρού, που φέρνει το νερό για το λούσιμο και τό χύνει πάνω στο σώμα τών λουσμένων («εἰσήχθησαν εἰς τὰ βαλανεῑα λουτροχόοι καὶ παραχύται», Αθήν.) 2. αυτός που υπηρετεί στην… … Dictionary of Greek